Συγκεκριμένα, οι τάσεις τελειομανίας περιλαμβάνουν διαστάσεις όπως τα υψηλά στάνταρτ, την ανησυχία για πιθανά λάθη, τις οργανωτικές τάσεις, τις γονεϊκές προσδοκίες και κρίσεις. Τα άτομα αυτά αφήνουν λίγο χώρο για λάθη, νιώθουν ότι τα πάντα έχουν περιθώριο για βελτίωση και οι ενέργειες τους συνοδεύονται πάντοτε από αυτοκριτική και αίσθημα ανικανότητας.
Από την άλλη πλευρά, η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται από δύο βασικούς παράγοντες, αφενός από την δημόσια κριτική και αποδοχή, αφετέρου από την υποκειμενική αντίληψη του ατόμου για την αξία του. Τέλος η ανησυχία χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία αρνητικών σκέψεων και φόβων για μελλοντικά γεγονότα.
Έντονες στρεσογόνες καταστάσεις, όπως π.χ. οι σχολικές εξετάσεις, συμπεριλαμβάνουν τις προαναφερθείσες ψυχολογικές διαστάσεις και είναι πιθανό να πυροδοτήσουν έντονες διαταραχές στη διατροφική συμπεριφορά (πριν τη διεξαγωγή των εξετάσεων ή πριν τη λήψη των αποτελεσμάτων). Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι η τελειοθηρία δεν συνοδεύεται απαραίτητα από έντονο στρες και ότι οι τάσεις τελειομανίας και η επιθυμία του να είναι κανείς λεπτός μπορούν να εμφανιστούν σε ουδέτερες, μη στρεσογόνες καταστάσεις.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το στρες προκαλεί διαφορετική διατροφική συμπεριφορά ανάλογα με τον τύπο του καταναλωτή. Αυτοί που είναι πολύ αυστηροί με τις διατροφικές τους επιλογές (restrained eaters) όσο και αυτοί που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες τροφής ως απάντηση σε αρνητικές καταστάσεις (emotional eaters), παρουσιάζονται να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες λίπους και ενέργειας σε στρεσογόνες συνθήκες και ιδίως σε αυτές που συνιστούν απειλή για τον εαυτό τους ή συνδέονται με αρνητικές κρίσεις. Αντιθέτως, οι unrestrained eaters και οι non-emotional eaters παρουσιάζονται σε περιόδους στρες να καταναλώνουν τις ίδιες ή και μικρότερες ποσότητες φαγητού.
Για την ερμηνεία του φαινομένου αυτού έχουν προταθεί πολλές προσεγγίσεις, μία εκ των οποίων υποστηρίζει ότι η υπερφαγία λειτουργεί σαν μηχανισμός αποφυγής δυσάρεστων αρνητικών καταστάσεων. Υποστηρίζεται δηλ. ότι το άτομο μετακινεί επιλεκτικά την προσοχή του από τον αρνητικό παράγοντα στο άμεσο περιβαλλοντικό ερέθισμα, την παρουσία δηλ. φαγητού, ενώ υπογραμμίζεται και η επίδραση των βασικών πεποιθήσεων του ατόμου σχετικά με την αυτοεκτίμηση του στην επιδείνωση της ψυχογενούς βουλιμίας.
Σημαντικό όμως ρόλο στις διατροφικές συνήθειες φαίνεται να παίζει και το είδος του στρεσογόνου παράγοντα. Έρευνες φανερώνουν ότι στρεσογόνοι παράγοντες ψυχολογικής φύσεως οι οποίοι συνδέονται και με την αυτό-αποτελεσματικότητα του ατόμου, πχ. μια δημόσια ομιλία, αυξάνουν την κατανάλωση τροφής ενώ το ίδιο δεν παρατηρείται στην περίπτωση που το άτομο βιώνει μια στρεσογόνα κατάσταση οργανικής φύσεως όπως έκθεση σε υπερβολική ζέστη ή ηλεκτρικό σοκ. Άλλες έρευνες πάλι δείχνουν ότι χρόνιες στρεσογόνες καταστάσεις πχ. ο θόρυβος, τείνουν να οδηγούν σε μειωμένη λήψη τροφής, ενώ οι οξείες και πιθανώς οι μέσης έντασης και διάρκειας πηγές στρες σε υπερφαγία. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η παρουσία του συνδρόμου βραδινής υπερφαγίας (night eating syndrome), το οποίο εμφανίζεται συνήθως σε παχύσαρκα άτομα σε περιόδους που βιώνουν έντονο στρες και αποτελεί μια οργανική προσπάθεια άμβλυνσης του στρεσογόνου παράγοντα. Με βάση τα προαναφερθέντα φαίνεται ότι τα άτομα που βιώνουν στην καθημερινότητα τους έντονες και συχνές στρεσογόνες καταστάσεις είναι πιθανό να εμφανίσουν κάποια διαταραχή στη διατροφική τους συμπεριφορά. Η άμεση αντιμετώπιση της εμφανιζόμενης διατροφικής διαταραχής καθίσταται κάτι περισσότερο από αναγκαία καθώς οι διατροφικές διαταραχές επιφέρουν σημαντικά οργανικά και ψυχολογικά προβλήματα. Ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, με την γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία να αποτελεί την πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη, καθώς και διατροφικά προγράμματα μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτή.